- συνοχέας
- ο / συνοχεύς, -έως, ΝΜΑ [συνέχω]νεοελλ.1. καθετί που προσδίδει συνοχή, που συγκρατεί2. βοτ. ο λεπτός σύνδεσμος από παρεγχυματικό ιστό που συνδέει τους γυρεοσακους τού ανθήρα, στον στήμονα τού άνθους τών αγγειόσπερμων φυτών3. φυσ. φωρατής παλαιού τύπου, η λειτουργία τού οποίου στηρίζεται στη μεταβολή τής ηλεκτρικής αντίστασης τών ατελών επαφών υπό την επίδραση τών ηλεκτρομαγνητικών κυμάτων4. τεχνολ. αμφιδέτηςμσν.γίγγλυμος, στρόφιγγαμσν.-αρχ.1. αυτός που συνέχει, που συγκρατεί («τὸν νοερὸν θεὸν τὸν τῶν ἐνύλων καὶ ὑπὸ σελήνην εἰδῶν συνοχέα», Ιουλ.)2. στον πληθ. οἱ συνοχεῑς(στους νεοπλατωνικούς) ιδιαίτερη τάξη θεών, προστάτεςαρχ.αυτός που διατηρεί τη νομιμοφροσύνη τών ανθρώπων που κάνει τους ανθρώπους να είναι νομιμόφρονες («πῶς ἄνθρωπον συνοχέα καὶ ἑνωτικόν;», Ωραπ.).
Dictionary of Greek. 2013.